- Αντιμενίδας
- (τέλη 7ου αι. π.Χ.) Αδελφός του ποιητή Αλκαίου, μαζί με τον οποίο πρωτοστάτησε στους αγώνες εναντίον της τυραννίας. Εξόριστος, όπως φαίνεται, υπηρέτησε ως μισθοφόρος στον βαβυλωνιακό στρατό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀντιμενίδας — Ἀντιμενίδᾱς , Ἀντιμενίδας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντιμενίδης — Ἀντιμενίδας masc nom sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντιμενίδα — Ἀντιμενίδᾱ , Ἀντιμενίδας masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντιμενίδαν — Ἀντιμενίδᾱν , Ἀντιμενίδας masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)